-
1 κόλπους
κόλποςof: masc acc plκολπόωform into a swelling fold: imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) -
2 лоно
-а ουδ.παλ. κόλπος, αγκαλιά• η κοιλιά, μήτρα•на -е матери στην αγκαλιά της μάνας.
|| μτφ. περιβάλλον•принять на -е православной церкви δέχομαι στους κόλπους της ορθόδοξης εκκλησίας•
на -е счастья στους κόλπους της ευτυχίας, της ευμάρειας.
εκφρ.на -е природы – στην αγκαλιά της φύσης. -
3 κόλπος
κόλπος, ὁ, 1) Busen, Schooß; παῖδ' ἐπὶ κόλπῳ ἔχουσα Il. 6, 400; ἂψ ὁ πάϊς πρὸς κόλπον τιϑήνης ἐκλίνϑη 467; auch κόλπῳ δέξασϑαι und ὑποδέξασϑαι, als Ausdruck mütterlicher Liebe u. Fürsorge; auch im plur., δεύοντο δὲ δάκρυσι κόλποι 9, 570, vgl. διαμυδαλέοισι δάκρυσι κόλπους τέγγουσι Aesch. Spt. 531. – Der Mutterschooß; κρύψε ὠδῖνα κόλποις Pind. Ol. 6, 31; vgl. Eur. Hel. 1159; ἤπιος ἔξιϑι κόλπου Callim. Del. 214, wie Iov. 15; γυναικεῖος S. Emp. adv. math. 5, 62; Poll. 2, 222; auch Medic. – 2) der Busen des Kleides, die große Falte, welche das Gewand unterhalb der Brust wirst, bes. der durch das Gürten des Kleides entstandene Bausch; auch im plur., Il. 22, 80; αἶψα τρί' ἄλεισα κατακρύψασ' ὑπὸ κόλπῳ ἔκφερεν Od. 15, 469; so öfters als Tasche u. zum Verbergen einer Sache benutzt, ὑπὸ κόλπου ἔχειν, ἐκκομίζειν, Luc. Hermot. 37. 81; κόλπῳ βυσσίνου πεπλώματος Aesch. Spt. 1030; ἐνδὺς χιτῶνα μέγαν καὶ κόλπον πολὺν καταλιπ όμενος τοῠ χιτῶνος Her. 6, 125; Sp., wie Pol. 3, 33, 2. – 3) übh. jede busenartige Vertiefung; der Meeresschooß, Θέτιδος κόλπος, Il. 18, 398; εἴσω ἁλὸς εὐρέα κόλπον 21, 124; vgl. 18, 140 Od. 4, 435; so sehr häufig der Meerbusen, die Bucht; Il. 2, 560; Ἀργεῖος Pind. P. 4, 49; Ῥέας Aesch. Prom. 841; auch in Prosa, bes. Strab.; – auf dem festen Lande, ein tiefer Thalgrund, zwischen hohen Bergen, Νεμέας Pind. Ol. 9, 93, Τροίας ἐν κόλποις Eur. Troad. 130; εὐανϑεῖς κόλποι λειμώνων Ar. Ran. 373; – übh. Wölbung, Höhlung, αἰϑέρος Pind. Ol. 13, 85. – Bei den Aerzten ein Fistelschaden, der eiternd unter der Haut um sich frißt. – Nach Einigen verwandt mit κοῖλος (?).
-
4 δεινός
δεινός (Wurzel Δι-, verwandt δίον, δίεσϑαι, δέος, δείδω), furchtbar; überhaupt Alles, was das gewöhnliche Maaß überschreitet u. dadurch Staunen od. Furcht einflößt, Plat. Lach. 198 b δεινὰ ἡγούμεϑα ἃ δέος παρέχει; oft bei Homer; z. B. δεινὸς ἀνήρ Iliad. 11, 654; δεινὰ πέλωρα Iliad. 2, 321; αἰγίδα δεινήν Iliad. 5, 739; die Scylla ist Odyss. 12, 119 ἀϑάνατον κακόν, δεινόν τ' ἀργαλέον τε καὶ ἄγριον οὐδὲ μαχητόν. οὐδέ τις ἔστ' ἀλκή· φυγέειν κάρτιστον ἀπ' αὐτῆς. – Zuweilen ist es so viel wie »außerordentlich«, »groß«, » gewaltig«; so kann man verstehen Iliad. 7, 245 δεινὸν σάκος; 10, 254 ὅπλοισιν δεινοῖσιν; Odyss. 7, 41 Athene δεινὴ ϑεός, 10, 136 Kirke δεινὴ ϑεός, 7, 246 Kalypso δεινὴ ϑεός; doch ist dabei zu beachten, daß Kalypso und Kirke ursprünglich Göttinnen der Unterwelt sind, Todesgöttinnen. – Zuweilen verbunden mit αἰδοῐος: Iliad. 18, 394 Thetis δεινή τε καὶ αἰδοίη ϑεός; 3, 172 αἰδοῖός τέ μοί ἐσσι, φίλε ἑκυρέ, δεινός τε; Odyss. 8, 22 ὥς κεν Φαιήκεσσι φίλος πάντεσσι γένοιτο δεινός τ' αἰδοῖός τε; 14, 234 καί ῥα ἔπειτα δεινός τ' αἰδοῖός τε μετὰ Κρήτεσσι τετύγμην. – Odyss. 22, 405 δεινὸς εἰς ὦπα ἰδέσϑαι; 16, 401 δεινὸν γένος βασιλήιόν ἐστιν κτείνειν. – Superlativ, Στυγὸς ὕδωρ, ὅς τε μέγιστος ὅρκος δεινότατός τε πέλει μακάρεσσι ϑεοῖσιν Odyss. 5, 186 Iliad. 15, 38. – Adverbial δεινόν, Iliad. 11, 10 ἔνϑα στᾶσ' ἤυσε ϑεὰ μέγα τε δεινόν τε ὄρϑια; 16, 138 δεινὸν δὲ λόφος καϑὐπερϑεν ἔνευεν; 3, 342 δεινὸν δερκόμενοι; Plural δεινά, Iliad. 15, 13 δεινὰ δ' ὑπόδρα ἰδὼν Ἥρην πρὸς μῠϑον ἔειπεν. – Sehr zweifelhaft ist Iliad. 7, 346 Τρώων αὖτ' ἀγορὴ γένετ' Ἰλίου ἐν πόλει ἄκρῃ, δεινὴ τετρηχυῖα, entweder »eine große«, oder »eine von Furcht und Schrecken erfüllte«, δεινός nicht wie sonst = »Furcht erregend«, sondern passivisch = »in Furcht gesetzt«. Auf jeden Fall ist hier δεινός ungeschickt gebraucht; diese Gegend der Ilias ist ein schlechtes Füllstück zwischen dem sechsten und dem siebenten Liede, s. Lachmann Betrachtungen über Homers Ilias S. 23. – Zuweilen wird eine kurze Sylbe vor δεινός im Verse lang gebraucht, Odyss. 3, 322 ἐπεὶ μέγα τε δεινόν τε, Odyss. 5, 52 ὅς τε κατὰ δεινοὺς κόλπους ἁλὸς ἀτρυγέτοιο ἰχϑῠς ἀγρώσσων πτερὰ δεύεται ἅλμῃ; dies erklärt man durch die Annahme, hinter dem δ von δεινός sei ein Consonant ausgefallen, F oder j, δFεινός oder δjεινός, s. Curtius Grundzüge der Griech. Etymol. 1, 201. 2, 225. An einigen Stellen ist die Kürze vor δεινός nicht lang gebraucht; Iliad. 15, 626 ἀνέμοιο δὲ δεινὸς ἀήτη, vgl. s. v. ἀήτη; Iliad. 8, 133 βροντήσας δ' ἄρα δεινὸν ἀφῆκ' ἀργῆτα κεραυνόν. Aus diesem Unterschiede auf ein verschiedenes Zeitalter der Stellen zu schließen ist unstatthaft. Die im Erlöschen begriffenen Laute F und j und was noch sonst von der Art gewesen sein mag, wurden in den Homerischen Zeiten in einem und demselben Worte beliebig gesprochen und nicht gesprochen. – Folgende: 1) schrecklich, entsetzlich; Pind. πόλεμος, στάσις, P. 2, 64 N. 9, 13; neben φοβερόν Her. 7, 120; πόλεμος Plat. Menex. 242 e. – 2) von Her. an τὸ δεινόν = die Gefahr; δεινὸν γίγνεται od. ἐστί, μή, es ist Gefahr vorhanden, es ist zu fürchten, daß, Her. 7, 157; δεινότατον τῷ δήμῳ, μή Andoc. 3, 1; οὐ δεινόν ἐστι, μή, es ist nicht zu fürchten, daß, Her. 1, 84; Plat. Gorg. 520 d; auf das Subject bezogen, δεινοὶ ἔσονται μὴ ἀποστέωσι, es wird zu fürchten sein, daß sie abfallen, Her. 1, 155; vgl. 7, 235; – δεινόν τι ἡγεῖσϑαι, etwas für ein Unglück halten; so auch δεινὸν ποιεῖσϑαι, Aufhebens machen, übelnehmen, Her. 8, 16. 1, 127. 3, 155 u. öfter, so daß ein inf. folgt; auch akt., Her. 3, 14. 5, 41; sich wundern, δεινὰ ἐποιοῦντο, πάσας τὰς ὀρχήσεις ἐν ὅπλοις εἶναι Xen. An. 5, 9, 11; sequ. εἰ Plat. Hipp. min. 363 c; Luc. Nigr. 34; ebenso ist δεινὰ πάσχειν gebraucht Dem. 51, 19; δεινῶς φέρειν, aegre ferre, Her. 2, 121, 3; – δεινῶς ἔχειν, in einer schrecklichen Lage sein, Xen. An. 6, 2, 23; – δεινὸν καὶ χαλεπὸν πάϑος Plat. Polit. 308 a; δεινὰ πάσχειν Gorg. 519 b u. sonst. – 3) außerordentlich, gewaltig, wie unser »furchtbar« im gew. Leben; ἵαερος, heftige Begierde, Her. 9, 3; ἔρως Plat. Theaet. 169 b; ἐπιϑυμίαι Rep. IX, 573 d; ϑηρευτής Conv. 203 d; – δεινὸν ἂν εἴη, das wäre doch stark, sonderbar, arg, Theaet. 184 d, u. öfter bei Att.; καὶ ἄλογον Plat. Theaet. 203 d; δεινὸν πρᾶγμα λέγεις, εἰ Euthyd. 298 c; – Her. vrbdt ἀνὴρ δ. καὶ ἀτάσϑαλος 7, 116; σοφὸς καὶ δ. 5, 23; so erhält es die Bdtg »ausgezeichnet«, auch im Guten, bes. von Plat. an; ἀκοντιστής Prot. 342 e; φύλαξ Rep. I, 334 a; ἰατροί, ῥήτορες, ἱππεῖς, die in ihrer Art tüchtig u. wirksam sind; bes. oft δεινὸς καὶ σοφός, von den Sophisten, περί τινος Crat. 424 c; oft mit leichtem Tadel od. Ironie, Klügler, Phil. 29 a; καὶ πανοῠργοι Rep. X, 613 b; Ggstz von ἰδιώτης Dem. 4, 35. – Auch c. inf., erfahren, gewaltig worin, λέγειν u. ä.; δεινὸς χρῆσϑαι τοῖς πράγμασιν, geschickt in Benutzung der Umstände, Dem. 1, 3; mit accus., τὰ τοιαῦτα δ. Plat. Conv. 198 d; τοὺς λόγους, τὴν τέχνην Euthyd. 304 d; περὶ τὸ ἀδικεῖν Rep. III, 405 c; περὶ Ὁμήρου, im Homer bewandert, Ion 531 a; δεινὸς ἐν λόγοις Timocles Ath. VIII, 341 f; κατὰ χειρουργίαν Ael. V. H. 3, 1. – Im Sittlichen steht es dem πανοῦργος entgegen, Arist. Eth. eud. 5, 12. – Das adv. δεινῶς ist oft nur = sehr, selbst bei adj., δ. μέλαινα Her. 2, 76.
-
5 δια-μῡδαλέοις
δια-μῡδαλέοις δάκρυσι κόλπους τέγγουσι, Aesch. Pers. 531, nach Porson, sonst getrennt geschrieben »ganz durchnässend«.
-
6 μῡδαλέος
μῡδαλέος, feucht, benetzt; κατὰ δ' ὑψόϑεν ήκεν ἐέρσας αἵματι μυδαλέας, von Blut triefend, Il. 11, 54; δάκρυσι, Hes. Sc. 270, vgl. O. 558 u. Soph. El. 162; διὰ μυδαλέοις δάκρυσι κόλπους τέγγουσι, Aesch. Pers. 531; δόναξ ἰξῷ μυδαλέος, Antp. Sid. 17 (VI, 109); auch = durch Feuchtigkeit verdorben, moderig, ὀδμή, Ap. Rh. 2, 191, πνεῖν, ib. 229.
-
7 διεχω
(fut. διέξω, aor. 2 διέσχον)1) раздвигать, расставлять(τὰς χεῖρας Polyb., Plut. - преимущ. для того, чтобы разнять противников)
τὰς χεῖρας ἐν μέσῳ δ. Plut. — выступать примирителем2) разделять, разобщать(ὅ ποταμὸς διέχων τὰ ῥέεθρα ἀπ΄ ἀλλήλων τρία στάδια Her.)
διασχὼν τοὺς μαχομένους ἐνέβαλε τοῖς βαρβάροις Plut. — прорвавшись через сражающихся, он бросился на варваров;κελεύσας διασχεῖν (тж. δ. τὸ πλῆθος) τοὺς ῥαβδοφόρους Plut. — приказав ликторам расчистить дорогу (через толпу)3) проникать, проходить внутрь(ἀντικοὺ διέσχε δουρὸς ἀκωκή Hom.; ἥ διῶρυξ ἥ ἐκ τοῦ Νείλου διέχουσα ἐς τὸν κόλπον Her.; διὰ τῶν σπλάγχνων διέχουσιν αἱ φλέβες Arst.)
4) быть удаленным, отстоять(ἀλλήλων и ἀπ΄ ἀλλήλων Thuc., Xen.)
διέχοντες πολὺ ᾔεσαν Thuc. — они шли на большом расстоянии друг от друга;διασχεῖν ὡς δύο στάδιά τινος Polyb. — находиться стадиях в двух от чего-л.;οὐ διέσχον ἡμέραι τρεῖς Soph. — не прошло и трех дней5) простираться в ширину(ὅ Ἑλλήσποντος σταδίους ὡς πεντεκαίδεκα διέχει Xen.)
6) разниться, различатьсяτὸ ὅμοιον ἐν πολὺ διέχουσι θεωρεῖν Arst. — видеть сходство в весьма различном7) широко раскрывать, распахивать8) расходиться, расступатьсяδιασχεῖν τινι ἐν μέσῳ καταστῆναι Plut. — расступившись, пропустить кого-л. в середину
-
8 κολπος
ὅ тж. pl.1) грудь(παῖδα ἐπὴ κόλπον ἔχειν Hom.; δάκρυσι κόλπους τέγγειν Aesch.)
2) женское лоно, чрево, утроба(ἐν κόλποις Λήδας Eur.)
οἱ γυναικεῖοι κόλποι Sext. = ὑστέρα3) анат. складка, пазуха(τῆς κοιλίας Arst.)
4) складки платья (на груди), пазуха(τοῦ χιτῶνος Her.; πεπλώματος Aesch.; κρύπτειν τι κόλποις Pind.; ἐνθέσθαι τι εἰς τὸν κόλπον Plut.)
5) перен. лоно, пучина(θαλάσσης, ἁλός Hom.; αἰθέρος Pind.; Ἐρέβους Arph.)
6) залив, бухта(βαθύς Hom.; Μηλιεύς Aesch.; Ἰνδικός Arst.)
κ. Ῥέας Aesch. — залив Реи, т.е. Ионическое море7) долина, лощина(Νεμέας Pind.)
-
9 τεγγω
(fut. τέγξω, aor. ἔτεγξα; aor. pass. ἐτέγχθην)1) мочить, смачивать, увлажнять(φάρεα δρόσῳ Eur.; δάκρυσι κόλπους Aesch.; πλεύμονας οἴνῳ Alcaeus ap. Plut.)
2) орошать слезами(παρειάν Soph.)
τέγγομαι Aesch. — я весь в слезах3) лить, проливать(δάκρυα Pind.; δακρύων ἄχναν Soph.)
ὄμβρος αἵματος ἐτέγγετο Soph. — хлынул поток крови;τ. τοὺς ἱδρῶτας Arst. — вызывать потоотделение4) перен. пропитывать, насыщать, смешивать(λόγον ψεύδει Pind.)
δάκρυα στοναχαῖς τ. Pind. — сопровождать слезы стонами5) перен. пятнать, марать6) перен. размягчать, смягчать, смирять(λόγοις Eur.)
τέγγεσθαι λιταῖς τινος Aesch. — быть тронутым чьими-л. мольбами;μηδὲν τεγχθεῖσα φύσις Plat. — ничему не поддающийся характер -
10 лоно
лон||ос уст. ὁ κόλπος, ἡ ἀγκάλη· ◊иа \лоное природы στήν ὑπαιθρο, στήν ἀγκαλιά τής φύσης· в \лоно церкви είς τους κόλπους τής ἐκκλησίας. -
11 όφίς
(γεν. όφεως) ο уст. змея (тж. о коварном человеке);§ θερμαίνω όφιν εις τούς κόλπους μου пригреть змею на своей груди -
12 κόλπος
(πχ. στους κόλπους της κυβέρν.)el si -
13 природа
-ы θ.1. η φύση•любить -у αγαπώ τη φύση•
на лене -ы στους κόλπους της φύσης•
мртвая природа νεκρή φύση•
изучать -у μελετώ τη φύση•
законы -ы νόμοι της φύσης.
2. υπόσταση, ουσία.• человеческая природа η ανθρώπινη φύση•природа общественных отношений η φύση των κοινωνικών σχέσεων.
|| χαρακτήρας, ιδιοσυγκρασία, το φυσικό•привычка природа вторая природа η έξη είναι δεύτερη φύση.
3. (απλ.) ράτσα• σόι• καταγωγή•он хорошей -ы αυτός είναι καλής καταγωγής, σοΐλής.
εκφρ.от -ы – από τή φύση, εκ γενετής, γενητάτος•в -е вещей – στη φύση των ίδιων των πραγμάτων•по -е – από φύση, από χαρακτήρα. -
14 τέγγω
Aτέγξω Pi.O.4.19
, E.Supp. 979 (lyr.): [tense] aor.ἔτεγξα B.5.157
, A.Pr. 402 (lyr.), Hp.Nat.Mul.35:—[voice] Pass., [tense] aor. (anap.), Pl.Lg. 880e:—wet, moisten, τέγγε πλεύμονας οἴνῳ Alc.l.c.;ἀκρήτῳ πνεύμονα τεγγόμενος Eratosth.25
; οἴνῳ πνεύμονα τέγγε Poet. ap. Suid. s.v. τέγγε; τέγγει γὰρ [τὸ ἔλαιον] τὸν ξηρὸν χρῶτα Gal. 6.229, cf. 366,560, 15.714; esp. of internal moistening by liquid food, opp. βρέχω (moisten on the surface), Id.10.808, 12.186 (the word is not freq. in Prose); φάρεα ποταμίᾳ δρόσῳ τ., so as to wash them, E. Hipp. 127 (lyr.);ἐν θαλάττῃ τ. τοὺς πόδας Pl.Lg. 866d
:—in Trag. and Lyr. freq. of tears,δάκρυσι κόλπους τέγγουσι A.Pers. 540
(anap.); (lyr.); ὄμμα δάκρυσιν τ. E.Supp.21, cf. IA 496; and simply, τ. παρειάν, ὄμμα, S.Ant. 530 (anap.), E.Alc. 764;Aτέγξαι βλέφαρον B.5.157
:—[voice] Pass., to be moistened, (lyr.); δάκρυσί μου βλέφαρα τ. E.Hipp. 854 (lyr.): τέγγομαι (sc. ὄσσε), i.e. I weep, A.Pers. 1065 (lyr.).2 c. acc. cogn., τ. δάκρυα shed tears, Pi.N.10.75; (lyr.):—[voice] Pass., ὄμβρος χάλαζά θ' αἱματοῦσσ' ἐτέγγετο a shower fell, Id.OT 1279.3 soak, in [voice] Pass., distd. from τήκεσθαι, Arist.Mete. 385b22; τέγγει is prob. f.l. for στέγει in Id.Pr. 869b25.II soften (properly, by soaking or bathing), ἀοιδαὶ θέλξαν νιν ἁπτόμεναι· οὐδὲ θερμὸν ὕδωρ τόσον γε μαλθακὰ τέγξει (sic Plu.2.467d, τεύχει codd. Pi.) γυῖα (i.e. ὥστε μαλθακὰ γενέσθαι) Pi.N.4.4:—metaph. in [voice] Pass., τέγγει γὰρ οὐδέν thou art no whit softened, A.Pr. 1008;οὔτε γὰρ.. λόγοις ἐτέγγεθ' ἥδε νῦν τ' οὐ πείθεται E.Hipp. 303
; χωρεῖτ' ὀργῇ καὶ μὴ τέγγεσθ' Ar.Lys. 550;ὑπὸ κακοδοξίας τέγγεσθαι Pl.R. 361c
, cf. Lg. 880e. -
15 ἐξελίσσω
A unroll, unfold,περιβολὰς σφραγισμάτων E. Hipp. 864
;ταρσούς Aen.Tact.29.8
; : metaph., unfold, θεσπίσματα, λόγον, E.Supp. 141, Ion 397;θεῖον νόμον Porph. Marc.26
;οὐδ' ἄρα [τὸν αἰῶνα] ἐξελίξεις Plot.3.7.6
;προσελθοῦσα ἡ πηλικότης ἐξελίττει εἰς μέγεθος τὴν ὕλην; Id.2.4.9
:—[voice] Pass., ὁ.. κύκλος.. ἴσην ἐξελίττεται γραμμήν is unrolled so as to form a line, Arist.Mech. 855a29, cf. Pr. 914a30, HeroAut.25.3.2 of any rapid motion, ἴχνος ἐ. ποδός evolve the mazy dance, E.Tr.3;χορείαν Aristid.1.97
J.; ἐ. τινὰ κύκλῳ hunt one round and round, E.HF 977; ἐ. κύκλους περί τινα wheel in circles round him, Hld.5.14; ἐ. τὸν αὑτῆς κύκλον [ἡ σελήνη] Plu.2.368a; of the hare,δρόμον ἐ.
double,Arr.
Cyn.17.3:— [voice] Pass., - ιχθῆναι τοὺς ἑλιγμούς ib.21.3; wheel about,ἐπὶ δεξιά Plu.Cam. 5
, cf. Tim.27: c. acc. loci, τοὺς κόλπους ἐ. follow the windings of the bays, App.BC5.84;ἐ. τὴν τάφρον Plu.Pyrrh.28
.b intr. in [voice] Act., Arr.Cyn.25.2;ἐξελίττει τῇ καὶ τῇ Ael.NA13.14
(also ἐ. ἑαυτόν escape, ib.3.16); of ships,παρὰ τὴν γῆν -ξασαι διέφυγον Plb.1.28.12
, cf. 1.51.11.3 evolve, in [voice] Pass.,ζωὴ ἐξελιττομένη εἰς τέλος Plot.1.4.1
;ὅσα τὰ πολλά, τοσαῦτα τὸ ἕν, ἀφ' οὗ ἐξελίττεται Dam.Pr.4
.II as military term, = ἀναπτύσσειν, extend the front by bringing up the rear men, deploy,τὴν φάλαγγα X.Cyr.8.5.15
, HG4.3.18;ἐξελίττεται ὁ στίχος Id.Lac.11.8
.b countermarch, Ascl.Tact.10.13, etc.c generally, manoeuvre, Arr.Tact.25.6:—[voice] Med. or [voice] Pass., ib.16.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξελίσσω
-
16 ἑλίσσω
ἑλίσσω or [full] ἐλίσσω (the latter more freq. in codd. of Hom.), [dialect] Att. [suff] ἑλιξό-ττω, [dialect] Ep. inf.A- έμεν Il.23.309
; [dialect] Ion. [full] εἰλίσσω or [full] εἱλίσσω (εἱ. is found in codd. of Hdt. (v. infr.), butκατ-ελίσσειν Hp.
Acut.(Sp.) 37,κατειλίξαι Id.Morb.2.18
, al.): [tense] fut. : [tense] aor. ( εἵλ- codd., butκατ-ειλίξας IG22.204.32
); part.ἑλίξας Il.23.466
, [dialect] Ion.εἰλίξας Hdt.4.34
:—[voice] Med., Il.23.320: [tense] fut.ἑλίξομαι 17.728
: [tense] aor.ἑλιξάμην 12.467
,17.283:—[voice] Pass.,[tense] fut.ἑλιγήσομαι LXXIs.34.4
: [tense] aor.1 ; part.ἑλιχθείς Il.12.74
: [tense] pf. ,ἐλήλιγμαι Paus.10.17.12
: [tense] plpf. ; [dialect] Ion. [ per.] 3pl.εἱλίχατο Hdt.7.90
. —The [dialect] Ion. form is found in Trag. (v. infr., codd. usu. εἱλ-; but τ' εἰ.A.Pr. 138 (lyr., cod. [voice] Med.), cf.Ar.Ra. 1314, 1348 (cod. Rav.)), in IG l.c., and codd. of Pl. (as Ti.l.c.,ἀν-ειλίττων Phlb. 15e
); ἐπειλίξας is f.l. in D.23.161. (ϝελ-, ἐϝελ-, cf. εἴλω, ἐλελίζω ad fin.):— turn round or about: [voice] Act. in Hom. always of turning a chariot round the doublingpost, οἶσθα γὰρ εὖ περὶ τέρματ' ἐλισσέμεν [ἵππους] Il.23.309,cf. 466.2 generally, roll, ἑ. βίου πόρον roll life's stream along, Pi.I.8(7).15; of the chariot of Day, (anap.);ἥλιος.. εἱλίσσων φλόγα E.Ph.3
; εἰ. κόνιν roll the eddying dust, A.Pr. 1085 (anap.); ἑ. δίνας, of the Euripus, E.IT7, cf. 1103 (lyr.); ἑ. κόρας, βλέφαρα, Id.HF 868 (troch.), Or. 1266(lyr.).3 of any rapid motion, ἅλιον.. ἑ. πλάταν ply it swiflly, S.Aj. 358 (lyr.); of the dance, ἑ. πόδα move the swift foot, cj. in E.Or. 171 (lyr.), cf.IA 215(lyr.); εἱ. θιάσους lead the dancing bands, Id.IT 1145 (lyr.);ἑ. χορούς Stratt.66.5
: abs., dance, E.Ph. 234 (lyr.), cf. Or. 1292 (whence ἑ. τινά dance in honour of.., Id.HF 690 (lyr.), IA 1480 (lyr.)); ἑ. βωμόν dance round it, Call. Del. 321.4 roll or wind round,πλόκαμον περὶ ἄτ ρακτον Hdt.4.34
, cf. 2.38; λίνον ἠλακάτᾳ δακτύλοις ἑ. E.Or. 1432 (lyr.); χεῖρας ἀμφὶ γόνυ ἑ. clasp them round.., Id.Ph. 1622.5 metaph., turn in one's mind, revolve, τοιαῦθ' ἑ. S.Ant. 231, cf. Pl.Epin. 978d;μῆτιν A.R.1.463
; ἑ. κακοὺς λόγους speak wily words, E.Or. 892.6 κόλπους ἑ. form winding reaches, of rivers, D.P.630;ἀγκῶνας Id.979
.II [voice] Med. and [voice] Pass., turn oneself round or about (but in Il. 12.49 εἱλίσσεθ' ἑταίρους (as read by Nicanor) rallied his comrades), ἑλιχθέντων ὑπ' Ἀχαιῶν when they turned to face the foe, ib.74, cf. 408; so of a wild boar, ἑλιξάμενος having turned to bay, 17.283; of a serpent, coil himself,ἑλισσόμενος περὶ χειῇ 22.95
; ἡ δέ τ' ἐλισσομένη πέτεται (sc. καλαῦροψ ) the shepherd's staff flies spinning through the air, 23.846; κνίση.. ἑλισσομένη περὶ καπνῷ rolling with the smoke, 1.317; ἑλισσόμενοι περὶ δίνας whirled round in the eddies, 21.11; of a river,δίνῃς ἀργυρέῃς εἱλιγμένος Hes.Th. 791
, cf. D.S.1.32; of the waves,τὸ ἑλισσόμενον αἰεὶ κυμάτων Pi.N.6.55
; of ocean, ; ὧραι ἑλισσόμεναι the circling hours, Pi. O.4.3.2 turn hither and thither, go about,ἀν' ὅμιλον Il.12.49
; καθ' ὅμιλον ib. 467; ἑλίσσετο ἔνθα καὶ ἔνθα turned himself hither and thither, doubting what to do, Od.20.24.3 metaph., to be constantly in or about a thing,περὶ φύσας Il.18.372
; ἔν τινι, εἴς τι, Pl.Tht. 194b, Porph. ap. Eus.PE3.4: c. gen., μέλιτός τε καὶ ἔργων εἱλίσσονται (sc. μέλισσαι) Arat.1030.5 [voice] Med. in act. sense, ἧκε δέ μιν σφαιρηδὸν ἑλιξάμενος he threw it with a whirl like a ball, Il.13.204.6 τὰς κεφαλὰς εἱλίχατο μίτρῃσι have their heads rolled round with turbans, Hdt.7.90. -
17 διαμῡδαλέοις
δια-μῡδαλέοις δάκρυσι κόλπους τέγγουσι, ganz durchnässend -
18 ἐνδύνω
ἐνδύνω (epic, Ionic, poet. form beside ἐνδύω, as early as Hom.; Aelian, VH 4, 22; PGM 7, 271; LXX [Helbing 83; 92], in var. senses ‘go into [freq. of clothes], enter, creep’)① to enter into an area through devious means or pretense, slip in (Antig. Car. 172: slip εἰς τοὺς κόλπους) εἰς τὰς οἰκίας worm their way into houses 2 Ti 3:6.② to become introspective, retire within fig. ext. of 1 μὴ καθʼ ἑαυτοὺς ἐνδύνοντες μονάζετε do not retire within yourselves and live alone B 4:10.—M-M.
См. также в других словарях:
κόλπους — κόλπος of masc acc pl κολπόω form into a swelling fold imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
αίρεση — Αρχικά ο όρος α. είχε φιλοσοφική και πολιτική σημασία και σήμαινε την προτίμηση που μπορούσε να έχει κανείς για μια ορισμένη φιλοσοφική διδασκαλία. Στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει μια φιλοσοφική σχολή, μια ομάδα ή κόμμα πολιτικό,… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Νέα Ζηλανδία — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, στον Ειρηνικό ωκεανό, κάτω από τον Τροπικό του Αιγόκερω, ΝΑ της Αυστραλίας.Την επικράτεια της Ν. Ζ. απαρτίζουν τα δύο μεγαλύτερα νησιά (βόρειο νησί και νότιο νησί), το μικρό νησί Στιούαρτ και πολλά μικρότερα νησιά.… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… … Dictionary of Greek
Αγκόλα — Κράτος της ΝΔ Αφρικής.Συνορεύει στα Β και ΒΑ με τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (πρώην Ζαϊρ), στα Α με τη Ζάμπια, στα Ν με τη Ναμίμπια, ενώ Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η Α. εκτείνεται στα νότια της λεκάνης του ποταμού Κονγκό στη ΝΔ Αφρική … Dictionary of Greek